Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Στιγμές Μαγιού...

Η μάνα του Τάσου Τούση πάνω από το νεκρό γιο τηςΤην παραμονή της 1ης Μάη του 1946, εργάτες τοιχοκολλούσαν και μοίραζαν προκηρύξεις για τον γιορτασμό της Πρωτομαγιάς, στο Περιστέρι Αττικής. Δέχτηκαν δολοφονική επίθεση με πυροβολισμούς, και χειροβομβίδες από Χίτες, μοναρχικούς και αστυνομικούς που τους προστάτευαν, με την επίβλεψη της αγγλικής αποστολής. Από το εγκληματικό όργιο, που συνεχίστηκε και τη δεύτερη μέρα, έπεσαν νεκροί 7 ΕΑΜίτες, δημοκρατικοί πολίτες και αρκετοί τραυματίστηκαν. Έγιναν δεκάδες συλλήψεις που συνοδεύτηκαν με βασανιστήρια στο αστυνομικό τμήμα. Το ΕΑΜ Αθήνας ανακοίνωσε: «Έγινε κάτι τέτοιο γιατί η Ελλάδα έχει εγγλέζικη κατοχή που υποστηρίζει και οργανώνει μοναρχικές συμμορίες, μοναδικό ντόπιο στήριγμα της  «Λαοπρόβλητης» κυβέρνησης, που μας έκατσε στο σβέρκο με τις ψευτοεκλογές της.»

Στις 5 Μάη του 1946 ομάδα από 15 χωροφύλακες και έναν υπενωμοτάρχη συλλαμβάνουν αυθαίρετα τα στελέχη του Αγροτικού Κόμματος στη Λέκκα (Σάμος). Η ομάδα Αυτοάμυνας του χωριού αντέδρασε, τους αφόπλισε, απελευθέρωσε τους κρατούμενους και σκότωσε τον υπενωμοτάρχη.

Το Μάη του 1947, εξόριστος στους Φούρνους, βρέθηκε νεκρός με μια σφαίρα στην καρδιά, ο συνταγματάρχης Ευρυπίδης Μπακιρτζής, κορυφαίο στέλεχος του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.

Στις 16 Μάη του 1948 ανακαλύφθηκε στο θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης το πτώμα του Φιλελεύθερου αμερικανού δημοσιογράφου Τζόρτς Πόλκ. Διαπιστώθηκε, ότι επρόκειτο για δολοφονία. Η δολοφονία του Πόλκ αναστάτωσε την κυβέρνηση Σοφούλη. Το ΚΚΕ και η προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση κατήγγειλαν σαν υπεύθυνη για τη δολοφονία του Πόλκ την Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης.

Στις 19 Μάη του 1948, 250 αντάρτες του ΔΣΕ στην Ήπειρο, πέρασαν τον ποταμό Καλαμά, κοντά στο χωριό Γρίμποβο και μπήκαν στην Παραμυθιά, όπου συνέτριψαν τμήματα του στρατού, χωροφυλακής και ΜΑΥδων.

Από το ημερολόγιο της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης & Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας


Μάιος 1936 Θεσσαλονίκη



9 Μάη 1936. Ολη η Θεσσαλονίκη απεργεί και διαδηλώνει. Κλειστά και τα μαγαζιά. Απεργούν και οι φοιτητές. Οι σιδηροδρομικοί, οι τροχιοδρομικοί επιστρατεύονται. Οι απεργοί αγνοούν το διάταγμα της επιστράτευσης.

Ταυτόχρονα, η Θεσσαλονίκη στρατοκρατείται. Η κυβέρνηση Μεταξά, προκειμένου να αντιμετωπίσει την πολυήμερη μαχητική απεργία των καπνεργατών, στους οποίους με απεργία συμπαραστέκονταν και άλλοι εργατικοί κλάδοι, οι μικρομαγαζάτορες, έχει αποφασίσει να χτυπήσει με στρατό και χωροφυλακή. Ο στρατός παρά τις διαταγές δεν χτυπά τους διαδηλωτές. Εκφράζεται συναδέλφωση λαού - στρατού.

Ο «Ριζοσπάστης» στις 10 Μάη 1936 έγραφε:«Καθ' όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων, ο στρατός κράτησε μια υπέροχη στάση. Ούτε ένας φαντάρος δεν πυροβόλησε. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε υπέρ των στρατιωτών».
Χτυπά, όμως, στο ψαχνό η χωροφυλακή. Πρώτος νεκρός ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Στις 10 Μάη, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη συγκλονιστική φωτογραφία του νεκρού Τάσου Τούση με τη μάνα πάνω από το γιο, από την οποία ο κομμουνιστής ποιητής και συνεργάτης τότε του «Ριζοσπάστη» Γιάννης Ρίτσος θα εμπνευστεί και θα γράψει τον «Επιτάφιο».

Η τεράστια εργατική διαδήλωση συνεχίζεται με ακόμη μεγαλύτερο ταξικό πείσμα. Η χωροφυλακή ξαναχτυπά με τα όπλα. Οι δρόμοι γεμίζουν αίμα. Κι άλλοι νεκροί. Το απόγευμα της 9ης Μάη γίνεται νέο συλλαλητήριο. Η κυβέρνηση στέλνει νέες στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα και τέσσερα αντιτορπιλικά, για να τσακίσει κυριολεκτικά το κίνημα. Δεν θα τα καταφέρει. Ουσιαστικά, η αστική κρατική εξουσία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το μεγάλο απεργιακό ορμητικό ποτάμι και την αντίθεσή του στο κεφάλαιο, εκφρασμένη με οργανωμένο ταξικό πανεργατικό αγώνα. Δεν έχει καμιά δυνατότητα να επιβληθεί στο λαό. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα χέρια της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Τα αιτήματα διευρύνονται.

Στο απογευματινό συλλαλητήριο στις 9 Μάη, από το σημείο της δολοφονίας του Τάσου Τούση ένας ομιλητής διαβάζει ψήφισμα των συγκεντρωμένων («Ριζοσπάστης», 10 Μάη).

«Απας ο λαός της Θεσσαλονίκης συγκεντρωθείς εις παλλαϊκήν συγκέντρωσιν και ακούσας των ρητόρων, αποφασίζει:
1) Εκφράζει τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν του διά τας δολοφονίας.
2) Διαδηλώνει την συμπάθειάν του προς τους αγωνιζομένους απεργούς.
και ζητεί:
1) Παραίτησιν της κυβερνήσεως.
2) Αμεσον σύλληψιν του διευθυντού της Αστυνομίας Ντάκου και την αντικατάστασιν του Γενικού Διοικητού Πάλλη.
3) Επίλυσιν όλων των αιτημάτων των απεργών και ακύρωσιν της αποβολής του φοιτητού Καββαδία.
4) Απελευθέρωσιν όλων των συλληφθέντων.
5) Απόδοσιν των θυμάτων εις τα εργατικά σωματεία προς κήδευσιν και
6) να επιτραπή αύριο η τέλεσις παλλαϊκού μνημοσύνου.

Δηλώνει:

ότι θα συνεχίσει την απεργίαν μέχρι της πλήρους επιλύσεως όλων των αιτημάτων και αναθέτει εις τον διοικητήν του Γ' Σώματος Στρατού την διαβίβασιν του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν». («Ριζοσπάστης», 10 Μάη 1936)

Οι εργάτες στο τέλος βγήκαν νικητές.

Ο «Ριζοσπάστης» στις 12 Μάη 1936 γράφει:
«ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΩΝ
ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΠΡΑΧΤΙΚΟ ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΩΝ - ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΩΝ»
Στη συμφωνία αναφέρεται:

«Καθορίζεται μέσος όρος ημερομισθίων διά τας διαφόρους πόλεις και τα διάφορα είδη επεξεργασίας. Ο μέσος αυτός όρος είναι ο ίδιος με τον αναγγελθέντα υπό της Κυβερνήσεως την πρωίαν του παρελθόντος Σαββάτου ήτοι διά την Καβάλαν και Θεσσαλονίκην ανδρών 94 - 100 και γυναικών 39 - 41.
2) Καθορίσθη ως κατώτατον όριον ημερομισθίου το υπό της Κυβερνήσεως προταθέν κατά το παρελθόν Σάββατον ποσόν των 90 δρχ. διά την Καβάλαν και Θεσσαλονίκην και αναλόγως διά τας άλλας πόλεις.
3) Καθορίσθη ανώτατον όριον ημερομισθίου δρχ. 110 διά τας δυο ανωτέρω πόλεις και αναλόγως διά τας λοιπάς.
4) Εν πάση περιπτώσει καθορίσθη ότι θα δοθή αύξησις των ημερομισθίων των μεν ανδρών εις 5 δρχ. τουλάχιστον και των γυναικών 2 τουλάχιστον δρχ.
5) Ορίσθη ότι η ρύθμισις αύτη ισχύει δι' 8ωρον εργασίας μέχρι τέλος Φεβρουαρίου 1937».


Το σκοπευτήριο Καισαριανής βάφτηκε με το αίμα των 200 Κομμουνιστών


«Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».Μ' αυτά τα λόγια - λόγια ψυχής και γενναιότητας - ένας απ' τους 200 εκτελεσθέντες κομμουνιστές στην Καισαριανή, ο Νίκος Μαριακάκης, έδειξε το δρόμο. Η ζωή του, όπως και των υπόλοιπων συντρόφων του, φόρος αίματος για τη λευτεριά. Η θυσία τους λίπασμα ζωής για την «επόμενη» μέρα. Για έναν κόσμο, έτσι όπως τον ονειρεύονταν. Λεύτερο και δίκαιο.

Ο τοίχος της Καισαριανής κόκκινος. Απ' το αίμα νεαρών αγωνιστών. Οι εκτελέσεις ανά 20άδες. Δέκα φορές στήθηκαν ανά ομάδες στον τοίχο. Και στη σελίδα της ιστορίας, η 1η Μάη 1944 καταγράφηκε ως η πιο ματοβαμμένη. Ο ελληνικός λαός έπρεπε να πληρώσει το αντίτιμο για έναν Γερμανό στρατηγό, που σκοτώθηκε σε μάχη στους Μολάους στη Σπάρτη, στις 27/4/1944. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Απ' αυτή τη συγκεκριμένη διαταγή.

Το σύνηθες, μέχρι τότε, ήταν τον θάνατο ενός Γερμανού στρατιώτη να τον «πληρώνουν» με τη ζωή τους 50 Έλληνες. Σ' αυτήν την περίπτωση, οι συσχετισμοί άλλαξαν άρδην. Έγκλημα πέρα από κάθε λογική και φαντασία. Ούτε 60, ούτε 100. Διακόσιοι κομμουνιστές, από την Ακροναυπλία και την Ανάφη, αγωνιστές της πατρίδας, που παρέδωσε η χούντα του Μεταξά στους κατακτητές, έπρεπε να πληρώσουν με τη ζωή τους, τον στρατηγό. Στο προσκλητήριο της Κυριακής, κανείς δε φανταζόταν τι θα γίνει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δε θα τους δολοφονούσαν εκείνη τη μέρα. Κυριακή δε γίνονταν εκτελέσεις.

Κανείς δε λύγισε

Μεγάλος κατάλογος. Ένας, ένας, όσοι άκουγαν το όνομά τους στο προσκλητήριο εκείνης της Κυριακής, ήξεραν τι τους περιμένει. Θάνατος, φόρος αίματος για τη λευτεριά. Στο άκουσμα κάθε ονόματος, ρίγη σεβασμού για τον ήρωα που θα περνούσε στην ιστορία. «Ζήτω το ΕΑΜ! Γεια σας αδέρφια! Εκδίκηση!», τα λόγια του αποχαιρετισμού. Κανείς δε φοβήθηκε. Κανείς δε λύγισε. Κανείς δε ζήτησε να του χαριστεί η ζωή. Γιατί η ζωή κατακτάται και ζωή σημαίνει ελευθερία.
Και το προσκλητήριο τελείωσε. Συμπληρώθηκαν οι 200 που «χρωστούσαμε», για να πληρωθεί το «γραμμάτιο» του στρατηγού. Ξημέρωσε η Δευτέρα της Πρωτομαγιάς του 1944. Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν να πάνε τους μελλοθάνατους στην Καισαριανή. Παράξενο. Όμορφη μέρα, λένε, ήταν εκείνη η Πρωτομαγιά. Όλοι όμως τη θυμούνται μουντή, να μυρίζει θάνατο...

«Αντίο» με περηφάνια και λεβεντιά

Ο δρόμος προς το Σκοπευτήριο γέμισε ρούχα και σημειώματα. Ήταν η απελπισμένη προσπάθεια για στερνό «αντίο» των μελλοθάνατων, στους δικούς τους. Όλα τα σημειώματα, όλες οι κουβέντες τους, αποπνέουν περηφάνια, λεβεντιά. Τίποτα δε δείχνει φόβο, μόνο την ανάγκη να πουν «αντίο». Να δείξουν σ' αυτούς που παραμένουν στη ζωή πως ο αγώνας δεν πρέπει να σβήσει, πρέπει να συνεχιστεί και να δυναμώσει. «Φάρος» η ζωή τους για τις μελλοντικές γενιές. Μέχρι σήμερα...

«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Ν' αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, κι οι δυο μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη. ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ». 

Μεγάλη μορφή εκείνης της Πρωτομαγιάς, ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Όσα έχουν γραφτεί γι' αυτόν τον Άνθρωπο δείχνουν ότι αγαπούσε τη ζωή, περισσότερο, απ' οποιονδήποτε άλλο. Γι' αυτό την πρόσφερε θυσία στον αγώνα, γιατί γνώριζε την αξία τού να ζεις ελεύθερος. Η απάντησή του στην πρόταση να πάει κάποιος άλλος στη θέση του και να του χαριστεί η ζωή, αναμενόμενη: «ΟΧΙ». Κανένας ήρωας, άλλωστε δεν μπορεί να ζήσει, πουλώντας την ψυχή του...

«Δε σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα 1η Μάη 1944, σας φιλώ για τελευταία φορά», γράφει ένας απ' τους εκτελεσθέντες που δεν αφήνει καν το όνομά του. Μόνο το αρχίγραμμα «Α».

«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δε θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που διεξάγεται. Σφίξτε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια απ' τη νέα δοκιμασία. Ετσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά δεν πεθαίνει ποτέ. Με πολλή αγάπη. Σας φιλώ Μήτσος ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ». Και, όντως, δεν πέθανε ποτέ!

Οι μαρτυρίες από την ημέρα εκείνη συγκλονιστικές. «... Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε λουλούδια κι όλοι ήταν θαρρείς σαν υπνωτισμένοι απάνω από τις σταγόνες το αίμα τους, που 'τρεχε κι έπηζε κι η γης δεν το έπινε και γινότανε αυλάκια... Μέσα στο χώρο της εκτέλεσης οι εργάτες του δήμου κουβάλησαν από το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα για να ρουφήξει το αίμα...». Είναι τα λόγια του Θανάση, για την ημέρα εκείνη, μια περιγραφή που υπάρχει στο βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη, «Πρωτομαγιές».

Συγκλονιστική και η περιγραφή της Ξανθίππης Βακαρέλλη, για το πώς βίωσαν οι γυναίκες της εποχής εκείνη τη μέρα: «Οι γυναίκες γιόμισαν τα πανέρια με λουλούδια και σαν να 'τανε λιτανεία κατέβηκαν να ράνουν το αίμα που άχνιζε. Στις γωνιές και στα περβάζια έκαιγαν λιβάνι. Βουτούσαν το μπαμπάκι στο αίμα. Και ευλαβικά το φέρνανε στα εικονίσματα...».

Πηγή: Ριζοσπάστης

1 σχόλιο: